Σημείωμα του Επιμελητή

Η επιλογή άρθρων προς δημοσίευση στην Ετήσια Ελληνική Έκδοση του IJP[1] είναι θέμα το οποίο προβληματίζει την επιστημονική επιτροπή πριν από κάθε έκδοση. Λαμβάνουμε υπόψη θεματικές που θεωρούμε ότι θα ενδιέφεραν ψυχαναλυτές, ψυχοθεραπευτές, φοιτητές, και γενικότερα τους ανθρώπους της ψυχικής υγείας, για το πώς και προς τα πού  κινείται η ψυχαναλυτική σκέψη σήμερα∙ θέματα κλινικού, θεωρητικού αλλά και πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Δεδομένου του μεγάλου αριθμού δημοσιευμένων άρθρων στους έξι τόμους του International Journal of Psychoanalysis ετησίως, η επιλογή δεν είναι πάντα εύκολη.

Στο παρόν τεύχος του 2016, για παράδειγμα, έχουν μεταφρασθεί δύο άρθρα για την διχοτόμηση. Αν και για τον Freud η απώθηση αποτελούσε τον βασικότερο μηχανισμό άμυνας του Εγώ, τουλάχιστον στις νευρώσεις, σήμερα οι περισσότεροι αναλυτές βλέπουν την διχοτόμηση ως βασικότερο ή πρωιμότερο μηχανισμό άμυνας, δίνοντας τη θέση του στην απώθηση με την ωρίμαση του ψυχικού οργάνου. Όμως, το πώς αντιλαμβάνονται οι αναλυτές την λειτουργία της διχοτόμησης ή σχάσης διαφέρει. Δημοσιεύουμε εδώ δύο από μια συλλογή άρθρων του IJP για την διχοτόμηση. Η Evelyn Sechaud, για παράδειγμα, βλέπει τη διχοτόμηση να λειτουργεί όταν «το Εγώ αδυνατεί να μετατρέψει μεγάλες ποσότητες διεγέρσεων σε αναπαραστάσεις, αποτέλεσμα ψυχικού τραύματος». Ενώ ο Tomas Plankers, σε μια ενδιαφέρουσα εφαρμογή αυτής της ψυχαναλυτικής έννοιας σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο, δείχνει πώς είχε λειτουργήσει η διχοτόμηση για να στηρίξει ορισμένες ιδεολογικές θέσεις των εμπλεκόμενων ομάδων στην μεταπολεμική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Το άρθρο του David Bell για την Ενόρμηση Θανάτου φέρνει και πάλι στο προσκήνιο την πολυσυζητημένη αυτή του Freud, η οποία δίχασε τους αναλυτές όσο λίγες άλλες. Ο Bell περιγράφει τρεις διαφορετικούς τρόπους σύλληψης της ενόρμησης θανάτου: Πρώτον ως απαλλοτρίωση της σκέψης, δεύτερον ως σαδιστικό έλεγχο και ακινητοποίηση επί των αντικειμένων και τρίτον ως σαγηνευτική έλξη προς την μη-σκέψη και το νιρβάνα.

Η «Ψυχανάλυση στον καιρό της ‘τεχνοκουλτούρας’», της Alessandra Lemma, επεξεργάζεται ένα ιδιαιτέρως επίκαιρο θέμα, τον ρόλο της εικονικής πραγματικότητας (virtual reality) και του κυβερνοχώρου (cyberspace) στην άσκηση της ψυχαναλυτικής θεραπείας σήμερα. Η Lemma, αν και αναγνωρίζει τους κινδύνους της δημιουργίας μια ψευδαισθησιακής πραγματικότητας ιδιαίτερα στους εφήβους, δεν καταδικάζει εκ των προτέρων τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας. Εστιάζει περισσότερο στις δυνατότητες του κάθε ατόμου να επεξεργάζεται ψυχικά τα ερεθίσματα που του παρουσιάζονται μέσα από τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες.

Ένα μείζον θέμα, το οποίο έχει απασχολήσει τους ψυχαναλυτές τα τελευταία χρόνια, είναι οι αναπαραστάσιμες και μη αναπαραστάσιμες ψυχικές καταστάσεις και η δυνατότητα μετασχηματισμού των τελευταίων μέσα από την ψυχαναλυτική θεραπεία.  Ο Roussilion, για παράδειγμα, θεωρεί ότι ο τέτοιος μετασχηματισμός διευκολύνεται όταν «η αναπαράσταση πράγματος ενός εύπλαστου αντικειμένου συναντά ένα επαρκώς προσαρμοσμένο μητρικό περιβάλλον…» και ότι «κάθε δημιουργική δουλειά θα πρέπει να αντιμετωπίσει την αντίσταση του προσφερόμενου υλικού για μετασχηματισμό».

Η Catalina Bronstein, από την άλλη, όταν μιλάει για την «Αναγνώριση της ασυνείδητης φαντασίωσης στη συνεδρία», δίνει μια νέα διάσταση στο πώς διενεργείται η ψυχικοποίηση της σκέψης μέσα από την αναλυτική διαδικασία. Από το χρηστικό (concrete) σύμβολο στο σύμβολο καθαυτό. Τα μη-επεξεργασμένα μηνύματα που προβάλλονται στον αναλυτή έχουν ισχυρή απήχηση μέσα του, ακόμα και σωματικά, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της αναμεταβίβαστης.

Ένα ενδιαφέρον και «αδελφικό», κατά κάποιο τρόπο, με το προηγουμένου άρθρο είναι αυτό της Anna Potamianou για τα μνημονικά ίχνη. Η Ποταμιάνου επεξεργάζεται τις επιπτώσεις τραυματικών εμπειριών στον ψυχισμό, όπου «ο ασθενής δεν θυμάται και δεν αντιλαμβάνεται τίποτε». Μέσα από δύο κλινικές περιπτώσεις, αναδεικνύει πώς ορισμένες σωματικές εκδηλώσεις, επακόλουθα ψυχικών τραυματισμών, όταν κατανοηθούν από τον αναλυτή μπορεί να αποτελέσουν δίαυλο έκφρασης «αυτού που παραμένει σιωπηλό στον ψυχισμό». Όπως και η Bronstein, η Ποταμιάνου ενδιαφέρεται για το πώς το σώμα «μιλάει» μέσα στη συνεδρία.

Από μιαν άλλη προσέγγιση, αλλά με θέμα συναφές με τα δύο προηγούμενα, βλέπουμε πάλι στο άρθρο του Valdarsky το ενδιαφέρον να στρέφεται προς ψυχοπαθολογικές καταστάσεις «μη αναπαραστάσιμες». Ο Valdarsky διαφοροποιεί αυτό που ονομάζει «ύπαρξη εν κενώ», όπου «δεν υπάρχει εσωτερικό αντικείμενο και αναπαράσταση», από την «ύπαρξη εν αφανισμό». όπου εμφανίζονται κάποια πρώτα ψήγματα αναπαραστάσεων, συμπαρασύροντας όμως έντονες ανησυχίες αφανισμού του εαυτού.

Ο Steiner σε ένα αμιγέστερα κλινικό άρθρο επεξεργάζεται το θέμα της ντροπής. Η ντροπή, γράφει ο Steiner, εμποδίζει τον ασθενή να βγει από το ψυχικό καταφύγιό του. Η κίνηση αυτή θα τον ανάγκαζε να «δει» το αντικείμενο περισσότερο ως ξεχωριστό, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό με μεγαλύτερη διαύγεια, οδηγώντας συγχρόνως σε ενοχικές καταθλιπτικές καταστάσεις.  Εξετάζει πώς ο άνθρωπος γίνεται αντικείμενο παρατήρησης του εαυτού του, αλλά και του «Άλλου».

Ένα επίσης κλινικό άρθρο είναι αυτό της Badawi. Η συγγραφέας περιγράφει την περίπτωση μιας αναλυόμενης, όπου οι προηγούμενες προσπάθειες της ασθενούς για ανάλυση είχαν καταλήξει σε αδιέξοδα, λόγω έντονων αντιμεταβιβαστικών αντιδράσεων των προηγούμενων αναλυτών. Το άρθρο παρουσιάζει ενδιαφέρον, κυρίως εξαιτίας του τρόπου επεξεργασίας της αναμεταβίβασης, δεκατέσσερα χρόνια μετά το τέλος της ανάλυσης.

Το άρθρο της Turri για την κάθαρση στον Freud και στον Αριστοτέλη μάς θυμίζει για άλλη μια φορά ότι οι ρίζες της ψυχαναλυτικής σκέψης βγαίνουν από το έδαφος της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Η Turri θεωρεί ότι η «συναισθηματική διέγερση» και η «απόσταση» που επεξεργάζεται η ανάλυση μέσω της μεταβίβασης, έχουν αντιστοιχία με τη λειτουργία της  κάθαρσης του φόβου και της συμπόνιας κατά τον Αριστοτέλη.

Από την ιστορία της ψυχανάλυσης, υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα αφήγηση για το πεπρωμένο ενός πορτρέτου της Melanie Klein, με πρωταγωνιστές τον Adrian Stokes και τον ζωγράφο Coldstream. Όπως και στην βιογραφία του Freud από τον Peter Gay, η μείωση της εξιδανίκευσης του «πατέρα» της ψυχανάλυσης που φέρνει ο χρόνος, όπως και τώρα της «μητέρας», δεν μειώνει το μέγεθος και την σημαντικότητα του δημιουργικού τους έργου. Η ευφυΐα δεν αποκλείει και ανθρώπινες αδυναμίες, όπως φαίνεται και στο άρθρο της Janet Sayers.

Τέλος, έχουμε το άρθρο του Eike Heinz για το τι μαθαίνουμε από την εκπαίδευση στην Ψυχανάλυση. Το άρθρο αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για όσους ενδιαφέρονται για την εκπαίδευση στην ψυχανάλυση σήμερα. Αναρωτιούνται πολλοί… υπάρχουν κριτήρια για τους στόχους μιας ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης στα οποία θα συμφωνούσαν οι περισσότεροι αναλυτές; Ή, δεδομένου του πλουραλισμού θεωριών που επικρατεί στην ψυχανάλυση, αυτό καθίσταται αδύνατον;  Κατά τον Heinz, τα αποτελέσματα της δεκαετούς ομάδας εργασίας της Ευρωπαϊκής Ψυχαναλυτικής Ομοσπονδίας (EPF[2]), της οποίας τα μέλη προέρχονταν από διαφορετικές ψυχαναλυτικές παραδόσεις, δείχνουν ότι υπάρχουν βασικά στοιχεία και ικανότητες που κάθε νέος αναλυτής θα πρέπει να έχει εσωτερικεύσει έως το τέλος της εκπαίδευσής του, ανεξαρτήτως θεωρητικών κλίσεων.

Στην επιστημονική επιτροπή της Ετήσιας Ελληνικής Έκδοσης του IJP, πιστεύουμε ότι με τα μεταφρασμένα αυτά άρθρα του 2015, ο αναγνώστης θα έχει μια καλύτερη αντίληψη για τα σύγχρονα ρεύματα της ψυχαναλυτικής σκέψης σήμερα, διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας.

Η γνώμη των αναγνωστών μάς είναι πολύτιμη. Ως εκ τούτου, ενθαρρύνουμε να μας εκφράσετε τις απόψεις σας σχετικά με τα θέματα και το είδος των άρθρων που θα σας ενδιέφερε να διαβάσετε σε ελληνική μετάφραση. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στην ιστοσελίδα μας: http://greekannualofpsych.wixsite.com/greekijpannual

ή στην σελίδα μας στο   Facebook: https://www.facebook.com/Greek.IJP.Annual/

 

Δημήτρης Τζάκσον

 

[1] International Journal of Psychoanalysis.

[2] European Psychoanalytic Federation